ανάκλιντρο

ανάκλιντρο
Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση, άρχισαν να τα διακοσμούν διάσημοι σχεδιαστέςκαι γλύπτες, ώστε μερικά από αυτά να θεωρούνται εξαίρετα έργα τέχνης. Στα χρόνια των Λουδοβίκων της Γαλλίας, ήταν δημοφιλή τα επίχρυσα α. Στα νεότερα χρόνια, που επιδιώκεται περισσότερο η άνεση παρά η έντεχνη κατασκευή τους, τα α. καλύπτονται από ύφασμα ή δέρμα. Ανάκλιντρο τύπου μεριντιέν της ναπολεόντειας περιόδου.
* * *
το (Α ἀνάκλιντρον) [ἀνακλίνω]
πλατύ αναπαυτικό κάθισμα, στο οποίο μπορεί κανείς να καθήσει ή και να ξαπλώσει. Τα ανάκλιντρα ήταν πολύ συνηθισμένα στους αρχαίους, αλλά και σήμερα με τις κοινές ονομασίες «καναπές», «σοφάς», «ντιβάνι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάκλιντρο — το καναπές, ντιβάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • περίκλινον — τὸ, Α 1. κλίνη ή ανάκλιντρο γύρω από τραπέζι 2. κάλυμμα που περιβάλλει το ανάκλιντρο από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλίνον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον] …   Dictionary of Greek

  • προκλίνη — ἡ, Α ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλίνη «κρεβάτι, ανάκλιντρο»] …   Dictionary of Greek

  • προσανάκειμαι — ΜΑ 1. είμαι ξαπλωμένος στο ανάκλιντρο πολύ κοντά σε κάποιον άλλο 2. είμαι πλήρως αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνάκειμαι «είμαι αφιερωμένος, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερανάκειμαι — Α είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκρατορίας, στιλ — Αισθητικό ρεύμα των αρχών του 19ου αι. Το σ.α. εμφανίζεται στη Γαλλία την εποχή των μεγάλων νικών του Ναπολέοντα και αντιστοιχεί χρονολογικά στη δεκαετία της πολιτικής του ακμής (1802 12). Νεοκλασικό στη βάση του, το στιλ αυτό επικρατεί στις… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • αμφικέφαλος — ἀμφικέφαλος, ον (ΑΜ) [κεφαλή] δικέφαλος μσν. 1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο 2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές αρχ. φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει… …   Dictionary of Greek

  • ανάκειμαι — (Α ἀνάκειμαι) βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί») αρχ. 1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ αυτόν 2. εξαρτώμαι 3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω 4. φρ. «πᾱν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”